- ολόφεγγος
- -η, -ο (Μ ὁλόφεγγος, -η, -ον)1. αυτός που φέγγει ολόκληρος, ολόφωτος2. (για τη νύχτα) αίθρια, αυτή που δεν έχει σύννεφα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)-* + -φεγγος (< φέγγος), πρβλ. αστρό-φεγγος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek